προγηρία

προγηρία
η, Ν
ιατρ. πάθηση με πολλά χαρακτηριστικά πρόωρης γήρανσης, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστεί και σε ηλικία ενός έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. progeria (< προ-* + γῆρας + κατάλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”